- ευμάρεια
- ηαφθονία υλικών αγαθών, οικονομική άνεση, πλούτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εὐμαρείᾳ — εὐμαρείᾱͅ , εὐμάρεια fem dat sg (attic doric aeolic) εὐμαρείᾱͅ , εὐμάρεια fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμάρεια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμάρεια — η (Α εὐμάρεια και εὐμαρία) [ευμαρής] νεοελλ. αφθονία υλικών μέσων, ευπορία, άνετη ζωή, υλική ευημερία αρχ. 1. ευχέρεια, ευκολία στο να κάνει κάποιος κάτι («ἐζήτησε... τόκοισιν εὐμάρειαν», Ευρ.) 2. ευκολία στην κίνηση, ευκινησία, δεξιότητα,… … Dictionary of Greek
εὐμαρείας — εὐμαρείᾱς , εὐμάρεια fem acc pl εὐμαρείᾱς , εὐμάρεια fem gen sg (attic doric aeolic) εὐμαρείᾱς , εὐμάρεια fem acc pl (ionic) εὐμαρείᾱς , εὐμάρεια fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμάρει' — εὐμάρεια , εὐμάρεια fem nom/voc sg εὐμάρειαι , εὐμάρεια fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμαρείῃ — εὐμάρεια fem dat sg (epic ionic) εὐμάρεια fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμαρείην — εὐμάρεια fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμάρειαι — εὐμάρεια fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμάρειαν — εὐμάρεια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek